κωθωνόχειλος

κωθωνόχειλος
κωθωνό-χειλος, ον,
A with the lip or rim of a

κώθων, κύλιξ Eub.56.3

(-χειρος codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κωθωνόχειλον — κωθωνόχειλος with the lip masc/fem acc sg κωθωνόχειλος with the lip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”